- κατεσθίω
- κατεσθίω και κατέσθω (Α)1. κατατρώγω, καταβροχθίζω (α. «λέων κατὰ ταῡρον ἐδηδώς», Ομ. Ιλ.β. «Καλατίας... οἳ τοὺς γονέας κατεσθίουσι», Ηρόδ.)2. μτφ. καταστρέφω, αφανίζω («τὰ μὲν ὄντα κατεσθίοντας», Δημοσθ.)3. διαβρώνω (α. «ῥεύματα κατεσθίειν γνάθους», Ιπποκρ.β. «λίθοι οὐ κατεδηδεσμένοι ὑπὸ σηπεδόνος», Πλάτ.)4. (για άνεμο που προέρχεται από τη θάλασσα) ξεραίνω, απορροφώ την ικμάδα5. δαγκώνω («κατεσθίειν τοῡ παλαιστοῡ τὸ οὗς», Φιλόστρ.)6. παθ. κατεσθίομαιροκανίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἐσθίω «τρώγω»].
Dictionary of Greek. 2013.